κατασκευάζω
[kataskjeˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- herstellen, erzeugenκατασκευάζω παράγωκατασκευάζω παράγω
- anfertigenκατασκευάζωκατασκευάζω
- konstruierenκατασκευάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατασκευάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- erfindenκατασκευάζω επινοώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατασκευάζω επινοώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ