„καταρτισμένος“ καταρτισμένος [katartizˈmenos], καταρτισμένη, καταρτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) qualifiziert qualifiziert καταρτισμένος καταρτισμένος