καταρτίζω
[katarˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zusammenstellenκαταρτίζω συντάσσωκαταρτίζω συντάσσω
- organisierenκαταρτίζω οργανώνωκαταρτίζω οργανώνω
- gründenκαταρτίζω συγκροτώκαταρτίζω συγκροτώ
- ausarbeitenκαταρτίζω σχέδιοκαταρτίζω σχέδιο
- ausbilden, qualifizierenκαταρτίζω εκπαιδεύωκαταρτίζω εκπαιδεύω