καταπόνηση
[kataˈponisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beanspruchungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταπόνηση τεχνική | Technikτεχνκαταπόνηση τεχνική | Technikτεχν
examples
- καταπόνηση νεύρωνNervenbelastungθηλυκό | Femininum, weiblich f