„καταπολεμώ“: μεταβατικό ρήμα καταπολεμώ [katapoleˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bekämpfen bekämpfen καταπολεμώ καταπολεμώ