„κατανοητός“ κατανοητός [katanoiˈtos], κατανοητή, κατανοητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verständlich, begreiflich verständlich, begreiflich κατανοητός κατανοητός examples γίνομαι κατανοητός sich verständlich machen γίνομαι κατανοητός κατανοητός από όλους γενικά | allgemeinγεν verständlich κατανοητός από όλους