κατανεμητής
[katanemiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verteilerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατανεμητής τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφκατανεμητής τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ