„κατακρεουργώ“: μεταβατικό ρήμα κατακρεουργώ [katakreurˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausschlachten ausschlachten κατακρεουργώ κατακρεουργώ