„κατακρατώ“: μεταβατικό ρήμα κατακρατώ [katakraˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jemandem etwas vorenthalten examples κατακρατώ κάτι από κάποιον jemandem etwas vorenthalten κατακρατώ κάτι από κάποιον