„καταθλίβω“: μεταβατικό ρήμα καταθλίβω [kataˈθlivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) deprimieren, betrüben deprimieren, betrüben καταθλίβω καταθλίβω