„καταζητώ“: μεταβατικό ρήμα καταζητώ [kataziˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fahnden fahnden (αιτιατική | Akkusativakk nach) καταζητώ καταζητώ