„καταζητούμενος“ καταζητούμενος [kataziˈtumenos], καταζητούμενη, καταζητούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gesucht gesucht καταζητούμενος καταζητούμενος