καταδότης
[kataˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, καταδότρια [kataˈðotria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Denunziantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταδότηςκαταδότης