καταδεκτικότητα
[kataðektiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umgänglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταδεκτικότηταVerträglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταδεκτικότητακαταδεκτικότητα