κατάψυξη
[kaˈtapsiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tiefkühlungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάψυξη πράξηκατάψυξη πράξη
- Gefrierfachουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάψυξη χώροςKühlfachουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάψυξη χώροςκατάψυξη χώρος