κατάσχεση
[kaˈtasçesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beschlagnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσχεσηSicherstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσχεσηPfändungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσχεσηκατάσχεση