κατάρτιση
[kaˈtartisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zusammenstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρτιση σύνταξηκατάρτιση σύνταξη
- Organisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρτιση οργάνωσηκατάρτιση οργάνωση
- Gründungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρτιση συγκρότησηκατάρτιση συγκρότηση
- Ausarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρτιση σχεδίουκατάρτιση σχεδίου
- Qualifikationθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρτιση εκπαίδευσηAusbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρτιση εκπαίδευσηκατάρτιση εκπαίδευση