„κατάμουτρα“: επίρρημα κατάμουτρα [kaˈtamutra]επίρρημα | Adverb adv οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) direkt ins Gesicht direkt ins Gesicht κατάμουτρα λέω, κατηγορώ κατάμουτρα λέω, κατηγορώ