„κασόνι“: ουδέτερο κασόνι [kaˈsoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kiste, Kasten Kisteαρσενικό | Maskulinum, männlich m κασόνι Kastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κασόνι κασόνι