καστανός
[kastaˈnos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καστανή, καστανόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
καστανός
[kastaˈnos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dunkler Typαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαστανόςκαστανός