„κασσιτεροκόλληση“: θηλυκό κασσιτεροκόλληση [kasiteroˈkolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lötmetall Lötmetallουδέτερο | Neutrum, sächlich n κασσιτεροκόλληση κασσιτεροκόλληση