„καρφώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καρφώνομαι [karˈfonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) haften haften καρφώνομαι καρφώνομαι