„καρυδόπιτα“: θηλυκό καρυδόπιτα [kariˈðopita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nusskuchen (Wal-)Nusskuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρυδόπιτα καρυδόπιτα