„καρυδιά“: θηλυκό καρυδιά [kariˈðja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nussbaum (Wal-)Nussbaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρυδιά καρυδιά