καρπός
[karˈpos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fruchtθηλυκό | Femininum, weiblich fκαρπός δέντρου, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαρπός δέντρου, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Handgelenkουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαρπός ανατομία | AnatomieανατHandwurzelθηλυκό | Femininum, weiblich fκαρπός ανατομία | Anatomieανατκαρπός ανατομία | Anatomieανατ
examples
- καρπός σαμπούκουHolunderbeereθηλυκό | Femininum, weiblich f