καρέκλα
[kaˈrekla]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρέκλακαρέκλα
examples
- αναπηρική καρέκλαRollstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καρέκλα κήπουGartenstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich m