καπότα
[kaˈpota]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Präservativουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαπότακαπότα
- Pariserαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαπότα οικείο | umgangssprachlichοικκαπότα οικείο | umgangssprachlichοικ