„καπριτσιόζος“ καπριτσιόζος [kapriˈtsjozos], καπριτσιόζα, καπριτσιόζικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) launisch launisch καπριτσιόζος καπριτσιόζος