„καπηλειό“: ουδέτερο καπηλειό [kapiˈʎo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gastwirtschaft Gastwirtschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f καπηλειό καπηλειό