„καούρα“: θηλυκό καούρα [kaˈura]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sodbrennen Sodbrennenουδέτερο | Neutrum, sächlich n καούρα καούρα