κανόνι
[kaˈnoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κανόνι
- Kanoneθηλυκό | Femininum, weiblich fκανόνι οικείο | umgangssprachlichοικκανόνι οικείο | umgangssprachlichοικ
examples
- κανόνι χιονιούSchneekanoneθηλυκό | Femininum, weiblich f