καμπύλη
[kamˈbili]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καμπύλη
- Kurveθηλυκό | Femininum, weiblich fκαμπύλη μαθηματικά | Mathematikμαθκαμπύλη μαθηματικά | Mathematikμαθ
- Rundungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplκαμπύλη πληθυντικός | Plural pl σώματοςκαμπύλη πληθυντικός | Plural pl σώματος
examples
- καμπύλη γραφήςSchnörkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m