„καλύπτομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καλύπτομαι [kaˈliptome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gedeckt werden gedeckt werden καλύπτομαι καλύπτομαι examples καλύπτομαι από κρούστα verschorfen καλύπτομαι από κρούστα