„καλοκοιτάζω“: μεταβατικό ρήμα καλοκοιτάζω [kalokjiˈtazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umsorgen umsorgen καλοκοιτάζω καλοκοιτάζω