„καλοκάγαθος“ καλοκάγαθος [kaloˈkaɣaθos], καλοκάγαθη, καλοκάγαθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) herzensgut herzensgut καλοκάγαθος καλοκάγαθος