„καλοβαλμένος“ καλοβαλμένος [kalovalˈmenos], καλοβαλμένη, καλοβαλμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bessergestellt bessergestellt καλοβαλμένος καλοβαλμένος