„καλλωπισμός“: αρσενικό καλλωπισμός [kalopizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnörkel Schnörkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλλωπισμός καλλωπισμός