καλλιστεία
[kalisˈtia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schönheitswettbewerbαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλλιστείαMisswahlθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιστείακαλλιστεία