καλάθι
[kaˈlaθi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Korbαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλάθικαλάθι
examples
- καλάθι αγορών οικονομία | WirtschaftοικονWarenkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλάθι άπλυτωνWäschekorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλάθι για τα ψώνιαEinkaufskorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples