„κακομαθημένος“ κακομαθημένος [kakomaθiˈmenos], κακομαθημένη, κακομαθημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlecht erzogen, verzogen, verwöhnt schlecht erzogen, verzogen, verwöhnt κακομαθημένος κακομαθημένος