καθορισμός
[kaθorizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Festsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθορισμόςFestlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθορισμόςκαθορισμός
- Bestimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθορισμόςκαθορισμός
examples
- καθορισμός αναλογίας των δύο φύλωνQuotenregelungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καθορισμός τιμήςPreisangabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καθορισμός του φύλουGeschlechtsbestimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f