„καθοδηγώ“: μεταβατικό ρήμα καθοδηγώ [kaθoðiˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anleiten, anweisen, belehren anleiten, anweisen, belehren καθοδηγώ καθοδηγώ