„καθιστικό“: ουδέτερο καθιστικό [kaθistiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wohnzimmer Wohnzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n καθιστικό καθιστικό