καθησυχαστικός
[kaθisixastiˈkos], καθησυχαστική, καθησυχαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beruhigendκαθησυχαστικόςκαθησυχαστικός
Thank you for your feedback!