„καθετήρας“: αρσενικό καθετήρας [kaθeˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Katheter Katheterαρσενικό | Maskulinum, männlich m καθετήρας ιατρική | Medizinιατρ καθετήρας ιατρική | Medizinιατρ