„καημός“: αρσενικό καημός [kaiˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kummer, Sehnsucht Kummerαρσενικό | Maskulinum, männlich m καημός βάσανο καημός βάσανο Sehnsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f καημός λαχτάρα καημός λαχτάρα