„καβγαδίζω“: αμετάβατο ρήμα καβγαδίζω [kavɣaˈðizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) streiten, zanken (sich) streiten, (sich) zanken (με … για mit … über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) καβγαδίζω καβγαδίζω