„καβαλάρης“: αρσενικό καβαλάρης [kavaˈlaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> καβαλάρισσα [kavaˈlarisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reiter Reiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f καβαλάρης καβαλάρης