„κέτσαπ“: ουδέτερο κέτσαπ [ˈkjetsap]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ketchup Ketchupαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n κέτσαπ κέτσαπ