„κάσα“: θηλυκό κάσα [ˈkasa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kiste, Sarg Kisteθηλυκό | Femininum, weiblich f κάσα κάσα Sargαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάσα φέρετρο κάσα φέρετρο